- κατουλωτικός
- κατουλωτικός, -ή, -όν (Α) [κατουλώ]αυτός που μπορεί να επουλώσει, ο ικανός για θεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατουλωτικόν — κατουλωτικός causing cicatrization masc acc sg κατουλωτικός causing cicatrization neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουλωτική — κατουλωτικός causing cicatrization fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουλωτικήν — κατουλωτικός causing cicatrization fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)